Ηλικίας στα φινλανδικά

Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ikääntynyt, vanhahko, vanhempi, vanha, ikäinen, ikä, iän, ikään, iästä
Ηλικίας στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλικίας

όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ηλικίας στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηλιακός στα φινλανδικά - aurinko-, aurinko, auringon, solar, aurinkoenergian
  • ηλικία στα φινλανδικά - ikä, ajanjakso, aikakausi, vanhentua, aika, iän, ikään, ...
  • ηλικιωμένος στα φινλανδικά - ikääntynyt, vanhempi, vanha, ikäinen, vanhahko, vanhukset, vanhuksille, ...
  • ηλιόλουστος στα φινλανδικά - hilpeä, iloinen, aurinkoinen, aurinkoisella, aurinkoista, aurinkoisessa, sunny
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ikääntynyt, vanhahko, vanhempi, vanha, ikäinen, ikä, iän, ikään, iästä