Ηλικίας στα ισλανδικά
Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aldur, aldri, Age, ára
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικίας
όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ηλικίας στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ηλιακός στα ισλανδικά - sól, Solar, sólarorku, sólar
- ηλικία στα ισλανδικά - aldur, öld, aldri, Age, ára
- ηλικιωμένος στα ισλανδικά - öldruðum, aldraða, aldraðra, aldraðir, hjá öldruðum
- ηλιόλουστος στα ισλανδικά - sólríka, sólskin, sólríkt, sólríkum, sól
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aldur, aldri, Age, ára
Μεταφράσεις: aldur, aldri, Age, ára