Κεφαλαιοποίηση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κεφαλαιοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капитализация, капитализацията, капитализиране, главни букви
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποίηση
κεφαλαιοποιηση αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση τόκων, κεφαλαιοποίηση ετε, κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση δανείου, κεφαλαιοποίηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κεφαλαιοποίηση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κεφάλι στα βουλγαρικά - голова, глава, началник, главата, ръководител, на главата
- κεφάτος στα βουλγαρικά - весел, весели, Merry, весела, веселят
- κεφαλαιοποιώ στα βουλγαρικά - капитализирана, капитализираната, капитализиран, капитализирани, капитализираните
- κεφαλιά στα βουλγαρικά - хедер, удар с глава, с глава, удар с глава на, заглавна
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποίηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: капитализация, капитализацията, капитализиране, главни букви
Μεταφράσεις: капитализация, капитализацията, капитализиране, главни букви