Κεφαλαιοποίηση στα λιθουανικά
Μετάφραση: κεφαλαιοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapitalizacija, kapitalizacijos, kapitalizavimas, kapitalizavimo, kapitalizaciją
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποίηση
κεφαλαιοποιηση αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση τόκων, κεφαλαιοποίηση ετε, κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση δανείου, κεφαλαιοποίηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κεφαλαιοποίηση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κεφάλι στα λιθουανικά - protas, vadovas, galva, galvutė, galvą, galvutės
- κεφάτος στα λιθουανικά - linksmas, linksmai, merry, linksminosi, linksmų
- κεφαλαιοποιώ στα λιθουανικά - kapitalizuojamos, kapitalizuota, kapitalizuojami, kapitalizuotos, kapitalizuotas
- κεφαλιά στα λιθουανικά - antraštė, antraštės, galva, header, antraštėje
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποίηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kapitalizacija, kapitalizacijos, kapitalizavimas, kapitalizavimo, kapitalizaciją
Μεταφράσεις: kapitalizacija, kapitalizacijos, kapitalizavimas, kapitalizavimo, kapitalizaciją