Κεφαλαιοποίηση στα τούρκικα
Μετάφραση: κεφαλαιοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işletme sermayesi, sermayelendirme, harf, büyük harf, kapitalizasyonu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποίηση
κεφαλαιοποιηση αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση τόκων, κεφαλαιοποίηση ετε, κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση δανείου, κεφαλαιοποίηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, κεφαλαιοποίηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κεφάλι στα τούρκικα - zihin, ilerleme, şef, başlık, baş, kafa, akıl, ...
- κεφάτος στα τούρκικα - şen, neşeli, keyifli, mutlu, şenlikli
- κεφαλαιοποιώ στα τούρκικα - büyük harfle, aktifleştirilmiş, aktifleştirilen, büyük harfli, aktifleştirilir
- κεφαλιά στα τούρκικα - başlık, header, üstbilgi, başlığı, üstbilgisi
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποίηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: işletme sermayesi, sermayelendirme, harf, büyük harf, kapitalizasyonu
Μεταφράσεις: işletme sermayesi, sermayelendirme, harf, büyük harf, kapitalizasyonu