Κεφαλαιοποίηση στα δανικά
Μετάφραση: κεφαλαιοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapitalisering, aktivering, bogstaver, store bogstaver, kapitaliseringen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποίηση
κεφαλαιοποιηση αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση τόκων, κεφαλαιοποίηση ετε, κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση δανείου, κεφαλαιοποίηση λεξικό γλώσσας δανικά, κεφαλαιοποίηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- κεφάλι στα δανικά - hoved, overskrift, head, hovedet, oplæg med, oplæg
- κεφάτος στα δανικά - glædelig, lystig, lystige, glad, Merry
- κεφαλαιοποιώ στα δανικά - kapitaliserede, aktiveres, aktiverede, aktiveret, kapitaliseret
- κεφαλιά στα δανικά - overskrift, header, hovedstød, overskriften, headeren
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποίηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kapitalisering, aktivering, bogstaver, store bogstaver, kapitaliseringen
Μεταφράσεις: kapitalisering, aktivering, bogstaver, store bogstaver, kapitaliseringen