Κεφαλαιοποίηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κεφαλαιοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kapitalisatie, kapitalisatieaandelen, en kapitalisatieaandelen, als kapitalisatieaandelen, marktkapitalisatie
Κεφαλαιοποίηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποίηση

κεφαλαιοποιηση αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση τόκων, κεφαλαιοποίηση ετε, κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση δανείου, κεφαλαιοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κεφαλαιοποίηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κεφάλι στα ολλανδικά - aanvoerder, chef, geleiden, rubriek, graad, opperhoofd, titel, ...
  • κεφάτος στα ολλανδικά - opgewekt, vrolijk, monter, lustig, Vrolijke, De vrolijke, merry, ...
  • κεφαλαιοποιώ στα ολλανδικά - gekapitaliseerde, geactiveerde, gekapitaliseerd, hoofdletter, hoofdletters
  • κεφαλιά στα ολλανδικά - rubriek, hoofd, kopt de bal, en kopt de bal, header, bal
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kapitalisatie, kapitalisatieaandelen, en kapitalisatieaandelen, als kapitalisatieaandelen, marktkapitalisatie