Κεφαλαιοποίηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κεφαλαιοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capitalização, de capitalização, capitalização de, a capitalização, maiúsculas
Κεφαλαιοποίηση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποίηση

κεφαλαιοποιηση αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση τόκων, κεφαλαιοποίηση ετε, κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση δανείου, κεφαλαιοποίηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κεφαλαιοποίηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κεφάλι στα πορτογαλικά - chefe, cabeçalho, encabeçar, principal, título, cabeça, epígrafe, ...
  • κεφάτος στα πορτογαλικά - alegre, jovial, festivo, Feliz, merry, do Feliz, inverno
  • κεφαλαιοποιώ στα πορτογαλικά - capitalizar, capitalizado, capitalizados, capitalizada, capitalizadas, maiúscula
  • κεφαλιά στα πορτογαλικά - cabeça, encabeçamento, cabeçalho, de cabeçalho, cabeçalho de, cabeçalho da, cabeçalho do
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποίηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: capitalização, de capitalização, capitalização de, a capitalização, maiúsculas