Κεφαλαιοποίηση στα ιταλικά
Μετάφραση: κεφαλαιοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capitalizzazione, capitalizzazione di, la capitalizzazione, di capitalizzazione, maiuscole
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφαλαιοποίηση
κεφαλαιοποιηση αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση τόκων, κεφαλαιοποίηση ετε, κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών, κεφαλαιοποίηση δανείου, κεφαλαιοποίηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, κεφαλαιοποίηση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κεφάλι στα ιταλικά - principale, capo, dirigere, intestazione, rubrica, capocchia, promontorio, ...
- κεφάτος στα ιταλικά - lieto, giocondo, gaio, allegro, festoso, allegra, natale, ...
- κεφαλαιοποιώ στα ιταλικά - capitalizzare, capitalizzati, capitalizzata, capitalizzate, capitalizzato, capitalizzazione
- κεφαλιά στα ιταλικά - testata, intestazione, colpo di testa, di intestazione, dell'intestazione
Τυχαίες λέξεις
Κεφαλαιοποίηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: capitalizzazione, capitalizzazione di, la capitalizzazione, di capitalizzazione, maiuscole
Μεταφράσεις: capitalizzazione, capitalizzazione di, la capitalizzazione, di capitalizzazione, maiuscole