Κοροϊδεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глупях, будала, Dupe, мамя, подлъгвам, лековерен човек
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω
κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοροϊδεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κορνέτα στα βουλγαρικά - корнет, тръбата, рог, фунийка, корнета
- κοροϊδία στα βουλγαρικά - посмешище, измислен, майтап, пародия, за мамене
- κορσάζ στα βουλγαρικά - букет, корсаж, букетче което се носи на корсаж
- κορσέ στα βουλγαρικά - корсет, корсета, корсети, корсет от
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: глупях, будала, Dupe, мамя, подлъгвам, лековерен човек
Μεταφράσεις: глупях, будала, Dupe, мамя, подлъгвам, лековерен човек