Κοροϊδεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scemo, babbeo, idiota, sciocco, pazzo, dupe, vittima, ingannare, controtipo
Κοροϊδεύω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κοροϊδεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κορνέτα στα ιταλικά - cornetta, cornetto, cornet, corno, la cornetta
  • κοροϊδία στα ιταλικά - parodia, spoof, spoofing, parodia di, contraffatto
  • κορσάζ στα ιταλικά - corpetto, corsage, bouquet, del corsage, bouquet di
  • κορσέ στα ιταλικά - corsetto, del corsetto, busto, il corsetto, corsetto di
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scemo, babbeo, idiota, sciocco, pazzo, dupe, vittima, ingannare, controtipo