Κοροϊδεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kvailys, naivuolis, dupe, apgautasis, apmauti, apdumti kam akis
Κοροϊδεύω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κοροϊδεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κορνέτα στα λιθουανικά - kornetas, Kornetists, Kornecista, Kornets, Kornecik
  • κοροϊδία στα λιθουανικά - parodija, pokštauti, spoof, parodijuoti, krėsti pokštus
  • κορσάζ στα λιθουανικά - korsažas, kiklikas, Ņieburs, Korsetas, Corsage
  • κορσέ στα λιθουανικά - korsetas, korsetų, corset, korseto, Korsete
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kvailys, naivuolis, dupe, apgautasis, apmauti, apdumti kam akis