Κοροϊδεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дурний, обдурювати, обманювати, дурисвіт, дурень, простак, роззява, простофіля, бевзю, бовдур
Κοροϊδεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κοροϊδεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κορνέτα στα ουκρανικά - кульок, корнет, корнеті, корнета
  • κοροϊδία στα ουκρανικά - висміювання, пародія, пародия
  • κορσάζ στα ουκρανικά - корсаж, ліф, корсет
  • κορσέ στα ουκρανικά - корсет, грація, пояс, пасок
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дурний, обдурювати, обманювати, дурисвіт, дурень, простак, роззява, простофіля, бевзю, бовдур