Κοροϊδεύω στα σουηδικά

Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tok, narr, lura, dupe, dupera, lättlurad person, lättlurad
Κοροϊδεύω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, κοροϊδεύω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • κορνέτα στα σουηδικά - trumpet, kornett, Cornet, kornetten, strut, kornettist
  • κοροϊδία στα σουηδικά - hån, spoof, spolat, parodi, parodin
  • κορσάζ στα σουηδικά - Corsage
  • κορσέ στα σουηδικά - korsett, korsetten, corset
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tok, narr, lura, dupe, dupera, lättlurad person, lättlurad