Κοροϊδεύω στα δανικά

Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjols, dupe, narre, dup, godtroende fjols
Κοροϊδεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας δανικά, κοροϊδεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κορνέτα στα δανικά - kornet, trompet, cornet, kræmmerhus, isvaffel, kornetten
  • κοροϊδία στα δανικά - spoof, parodi, fup, spool, forfalske
  • κορσάζ στα δανικά - corsage
  • κορσέ στα δανικά - korset, Corset, Corsage, korsettet, korsetmager
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fjols, dupe, narre, dup, godtroende fjols