Κοροϊδεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
будала, жртва
Κοροϊδεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κοροϊδεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • κορνέτα στα σλαβομακεδονικά - корнет
  • κοροϊδία στα σλαβομακεδονικά - измислен, измама, Превара, сатирична, сатиричниот
  • κορσάζ στα σλαβομακεδονικά - Корсажи
  • κορσέ στα σλαβομακεδονικά - корсет, корсетот
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: будала, жртва