Κυρίως στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κυρίως, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
главно, основно, предимно, вече
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρίως
κυρίως ροή ποταμού, κυρίως βυζαντινή περίοδος κύπρος, κυρίως συνώνυμο, κυρίως σπήλαιο του διρού, κυρίως πιάτο για τραπέζι, κυρίως λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κυρίως στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κυρία στα βουλγαρικά - дама, Лейди, Lady, жена
- κυρίαρχος στα βουλγαρικά - постановяване, управление, суверенен, суверен, суверенна, суверенното, суверенната
- κυριαρχία στα βουλγαρικά - владения, суверенитет, суверенитета, суверенитета на, независимост
- κυριαρχώ στα βουλγαρικά - побеждавам, преодолявам, овладявам, подчинявам
Τυχαίες λέξεις
Κυρίως στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: главно, основно, предимно, вече
Μεταφράσεις: главно, основно, предимно, вече