Κυρίως στα γαλλικά
Μετάφραση: κυρίως, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
principalement, essentiellement, surtout, notamment, en grande partie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρίως
κυρίως ροή ποταμού, κυρίως βυζαντινή περίοδος κύπρος, κυρίως συνώνυμο, κυρίως σπήλαιο του διρού, κυρίως πιάτο για τραπέζι, κυρίως λεξικό γλώσσας γαλλικά, κυρίως στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- κυρία στα γαλλικά - noble, reine, dame, Lady, femme, Vierge
- κυρίαρχος στα γαλλικά - décision, dirigeant, rapport, sentence, jugement, souverain, ambiant, ...
- κυριαρχία στα γαλλικά - quartier, empire, suppurer, supériorité, prépondérance, dominion, province, ...
- κυριαρχώ στα γαλλικά - prévaloir, prédominer, dominent, dominer, commander, régner, maîtriser, ...
Τυχαίες λέξεις
Κυρίως στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: principalement, essentiellement, surtout, notamment, en grande partie
Μεταφράσεις: principalement, essentiellement, surtout, notamment, en grande partie