Κυρίως στα φινλανδικά
Μετάφραση: κυρίως, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ensiksi, etupäässä, pääasiallisesti, pääasiassa, lähinnä, pääosin, erityisesti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρίως
κυρίως ροή ποταμού, κυρίως βυζαντινή περίοδος κύπρος, κυρίως συνώνυμο, κυρίως σπήλαιο του διρού, κυρίως πιάτο για τραπέζι, κυρίως λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κυρίως στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- κυρία στα φινλανδικά - täti, aatelisnainen, nainen, rouva, lady, leidi
- κυρίαρχος στα φινλανδικά - viivoittava, välipäätös, korkein, päätös, valtias, valtiatar, säädös, ...
- κυριαρχία στα φινλανδικά - yliherruus, seutu, johtoasema, maakunta, territorio, herruus, maa-alue, ...
- κυριαρχώ στα φινλανδικά - alistaa, dominoida, hallita, overmaster
Τυχαίες λέξεις
Κυρίως στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ensiksi, etupäässä, pääasiallisesti, pääasiassa, lähinnä, pääosin, erityisesti
Μεταφράσεις: ensiksi, etupäässä, pääasiallisesti, pääasiassa, lähinnä, pääosin, erityisesti