Κυρίως στα ολλανδικά
Μετάφραση: κυρίως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoofdzakelijk, voornamelijk, vooral, name, met name
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρίως
κυρίως ροή ποταμού, κυρίως βυζαντινή περίοδος κύπρος, κυρίως συνώνυμο, κυρίως σπήλαιο του διρού, κυρίως πιάτο για τραπέζι, κυρίως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυρίως στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κυρία στα ολλανδικά - mevrouw, dame, lady, vrouw
- κυρίαρχος στα ολλανδικά - soeverein, oppermachtig, monarch, vonnis, potentaat, beheerser, souverein, ...
- κυριαρχία στα ολλανδικά - territorium, grondgebied, territoir, gouw, dominion, bol, goed, ...
- κυριαρχώ στα ολλανδικά - overweldigen, Overmaster
Τυχαίες λέξεις
Κυρίως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hoofdzakelijk, voornamelijk, vooral, name, met name
Μεταφράσεις: hoofdzakelijk, voornamelijk, vooral, name, met name