Κυρίως στα τσεχικά
Μετάφραση: κυρίως, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zejména, hlavně, především, převážně, většinou
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρίως
κυρίως ροή ποταμού, κυρίως βυζαντινή περίοδος κύπρος, κυρίως συνώνυμο, κυρίως σπήλαιο του διρού, κυρίως πιάτο για τραπέζι, κυρίως λεξικό γλώσσας τσεχικά, κυρίως στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- κυρία στα τσεχικά - dáma, žena, paní, Lady, dámě
- κυρίαρχος στα τσεχικά - výsostný, suverén, svrchovaný, panovník, vládce, výnos, nařízení, ...
- κυριαρχία στα τσεχικά - nadvláda, doména, území, svrchovanost, oblast, panství, suverenita, ...
- κυριαρχώ στα τσεχικά - převládat, vévodit, panovat, vládnout, ovládat, dominovat, přemoci
Τυχαίες λέξεις
Κυρίως στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zejména, hlavně, především, převážně, většinou
Μεταφράσεις: zejména, hlavně, především, převážně, většinou