Κυριολεκτικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κυριολεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буквален, буквалното, буквалния, литерал, буквална
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικός
κυριολεκτικός στα αγγλικά, κυριολεκτικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κυριολεκτικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχώ στα βουλγαρικά - побеждавам, преодолявам, овладявам, подчинявам
- κυριολεκτικά στα βουλγαρικά - буквално, буквално се, буквално да
- κυριότερος στα βουλγαρικά - основен, главен, основната, основна, главницата
- κυρτός στα βουλγαρικά - изпъкнал, изпъкнала, изпъкнали, изпъкналата, изпъкнало
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: буквален, буквалното, буквалния, литерал, буквална
Μεταφράσεις: буквален, буквалното, буквалния, литерал, буквална