Κυριολεκτικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: κυριολεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ordrett, bokstave, bokstavelig, bokstavelige, literal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικός
κυριολεκτικός στα αγγλικά, κυριολεκτικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, κυριολεκτικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχώ στα νορβηγικά - dominere, overmaster
- κυριολεκτικά στα νορβηγικά - bokstavelig, bokstavelig talt
- κυριότερος στα νορβηγικά - rektor, principal, hoved, viktigste, hovedstol
- κυρτός στα νορβηγικά - tilbøyelighet, konveks, konvekse, konvekst
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ordrett, bokstave, bokstavelig, bokstavelige, literal
Μεταφράσεις: ordrett, bokstave, bokstavelig, bokstavelige, literal