Κυριολεκτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: κυριολεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woordelijk, letterlijk, letterlijke, literal, de letterlijke
Κυριολεκτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικός

κυριολεκτικός στα αγγλικά, κυριολεκτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυριολεκτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κυριαρχώ στα ολλανδικά - overweldigen, Overmaster
  • κυριολεκτικά στα ολλανδικά - letterlijk
  • κυριότερος στα ολλανδικά - kapitaal, hoofd-, voornaamste, principaal, hoofd, directeur, belangrijkste
  • κυρτός στα ολλανδικά - gebogen, handigheid, krom, slag, convex, convexe, bolle, ...
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: woordelijk, letterlijk, letterlijke, literal, de letterlijke