Κυριολεκτικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: κυριολεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szó szerinti, szó, literál, szó szerint, literal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικός
κυριολεκτικός στα αγγλικά, κυριολεκτικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κυριολεκτικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχώ στα ουγγρικά - hatalmába kerít
- κυριολεκτικά στα ουγγρικά - szó szerint, a szó szoros értelmében, szó, szó szoros értelmében, szó szoros
- κυριότερος στα ουγγρικά - fő, elsődleges, legfontosabb, főbb, alapvető
- κυρτός στα ουγγρικά - hajló, konvex, domború
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szó szerinti, szó, literál, szó szerint, literal
Μεταφράσεις: szó szerinti, szó, literál, szó szerint, literal