Κυριολεκτικός στα δανικά
Μετάφραση: κυριολεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bogstavelig, bogstavelige, ordret, bogstaveligt, ordlyden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικός
κυριολεκτικός στα αγγλικά, κυριολεκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, κυριολεκτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχώ στα δανικά - overmaster
- κυριολεκτικά στα δανικά - bogstaveligt, bogstaveligt talt, bogstavelig talt, ordret, bogstaveligste forstand
- κυριότερος στα δανικά - principal, hovedstol, vigtigste, primære, hovedforpligtede
- κυρτός στα δανικά - bøjet, konveks, konvekse, konvekst
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bogstavelig, bogstavelige, ordret, bogstaveligt, ordlyden
Μεταφράσεις: bogstavelig, bogstavelige, ordret, bogstaveligt, ordlyden