Κυριολεκτικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: κυριολεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
erată, literal, literală, literale, literala, literar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικός
κυριολεκτικός στα αγγλικά, κυριολεκτικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κυριολεκτικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κυριαρχώ στα ρουμανικά - subjuga, învinge
- κυριολεκτικά στα ρουμανικά - literalmente, literal, propriu, la propriu, efectiv
- κυριότερος στα ρουμανικά - principal, principală, principalul, principale, principala
- κυρτός στα ρουμανικά - îndemânare, convex, convexă, convexe, convexa
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: erată, literal, literală, literale, literala, literar
Μεταφράσεις: erată, literal, literală, literale, literala, literar