Μέμψη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μέμψη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Semerkhet
Μέμψη στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμψη

μέμψη άστοργης δωρεάς, μέμψη άστοργης δωρεάς υποδειγμα, μέμψη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μέμψη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μέλος στα βουλγαρικά - член, пенис, държавите
  • μέμφομαι στα βουλγαρικά - укор, позор, упрек, присмех, укоряване
  • μέντα στα βουλγαρικά - мента, джоджен, ментов, монетния двор, ментата
  • μένω στα βουλγαρικά - престой, пребиваване, стоя, остане, останат
Τυχαίες λέξεις
Μέμψη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: Semerkhet