Μέμψη στα ισπανικά

Μετάφραση: μέμψη, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reprender, censurar, censura, reprobación, Semerkhet, Semerjet
Μέμψη στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμψη

μέμψη άστοργης δωρεάς, μέμψη άστοργης δωρεάς υποδειγμα, μέμψη λεξικό γλώσσας ισπανικά, μέμψη στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • μέλος στα ισπανικά - miembro, pene, socio, miembro de, miembros, elemento, miembro del
  • μέμφομαι στα ισπανικά - criticar, reproche, oprobio, afrenta, reproches, reprochar
  • μέντα στα ισπανικά - menta, la menta, de menta, nuevo, hierbabuena
  • μένω στα ισπανικά - residir, permanecer, vivir, quedar, subsistir, estada, quedarse, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέμψη στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: reprender, censurar, censura, reprobación, Semerkhet, Semerjet