Μέμψη στα λιθουανικά
Μετάφραση: μέμψη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Semerkhetas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέμψη
μέμψη άστοργης δωρεάς, μέμψη άστοργης δωρεάς υποδειγμα, μέμψη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μέμψη στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μέλος στα λιθουανικά - varpa, narys, Valstybės, valstybė, narė, nariu
- μέμφομαι στα λιθουανικά - priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis
- μέντα στα λιθουανικά - mėta, monetų kalykla, mėtų, mėtos, Mint
- μένω στα λιθουανικά - gyventi, gyvas, likti, būti, pasilikti, sustabdyti, apsistoti
Τυχαίες λέξεις
Μέμψη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Semerkhetas
Μεταφράσεις: Semerkhetas