Μέμψη στα ισλανδικά

Μετάφραση: μέμψη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Semerkhet
Μέμψη στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμψη

μέμψη άστοργης δωρεάς, μέμψη άστοργης δωρεάς υποδειγμα, μέμψη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μέμψη στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • μέλος στα ισλανδικά - meðlimur, vera meðlimur, aðili, félagi
  • μέμφομαι στα ισλανδικά - háðungar, háðung, spotti, vanvirða, skömm
  • μέντα στα ισλανδικά - myntu, Mint, mynta, myntsláttan
  • μένω στα ισλανδικά - lifa, búa, dveljast, dvöl, halda, vera, dvalar, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέμψη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Semerkhet