Μέμψη στα ρουμανικά
Μετάφραση: μέμψη, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Semerkhet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέμψη
μέμψη άστοργης δωρεάς, μέμψη άστοργης δωρεάς υποδειγμα, μέμψη λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μέμψη στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μέλος στα ρουμανικά - membru, penis, membre, membru al, membru de, Școlii
- μέμφομαι στα ρουμανικά - reproș, ocară, ocara, reproșa, de ocară
- μέντα στα ρουμανικά - mentă, menta, de menta, de mentă, monetăriei
- μένω στα ρουμανικά - viu, locui, ședere, rămâne, stați, rămână, sta
Τυχαίες λέξεις
Μέμψη στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: Semerkhet
Μεταφράσεις: Semerkhet