Μέμψη στα τούρκικα

Μετάφραση: μέμψη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Semerkhet
Μέμψη στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμψη

μέμψη άστοργης δωρεάς, μέμψη άστοργης δωρεάς υποδειγμα, μέμψη λεξικό γλώσσας τούρκικα, μέμψη στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μέλος στα τούρκικα - üye, penis, uzuv, organ, kamış, üyesi, Member, ...
  • μέμφομαι στα τούρκικα - sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak
  • μέντα στα τούρκικα - darphane, nane, mint, naneli
  • μένω στα τούρκικα - kalmak, oturmak, yaşamak, canlı, diri, durmak, durma, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέμψη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: Semerkhet