Μέμψη στα κροατικά
Μετάφραση: μέμψη, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kritika, cenzura, osuda, prigovor, Semerket
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέμψη
μέμψη άστοργης δωρεάς, μέμψη άστοργης δωρεάς υποδειγμα, μέμψη λεξικό γλώσσας κροατικά, μέμψη στα κροατικά
Μεταφράσεις
- μέλος στα κροατικά - članica, članice, zastupnik, člana, raskomadati, ud, član, ...
- μέμφομαι στα κροατικά - koriti, prijekor, zamjerka, sramota, sramotu, ruglo
- μέντα στα κροατικά - izmisliti, porijeklo, kovnica, menta, metvica, kovnica novca, kovati
- μένω στα κροατικά - živi, živ, bavljenje, stanovati, boraviti, živahan, steznik, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέμψη στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: kritika, cenzura, osuda, prigovor, Semerket
Μεταφράσεις: kritika, cenzura, osuda, prigovor, Semerket