Μανιώδης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μανιώδης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непоправим, заклет, упорита, закоравял, закостенели
Μανιώδης στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιώδης

μανιώδης συνώνυμα, μανιώδης καπνιστής, μανιώδης κατάθλιψη, μανιώδης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μανιώδης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μανιτάρι στα βουλγαρικά - гъби, гъба, на гъби, гъбен, за гъби
  • μανιφέστο στα βουλγαρικά - манифест, Манифеста, манифест на, Manifesto, Манифестът
  • μαντάρω στα βουλγαρικά - проклинам, закърпвам, дяволски, дяволски много, проклетото
  • μαντήλι στα βουλγαρικά - шарф, носна кърпичка, носна кърпа, кърпичка, кърпа, кърпичката
Τυχαίες λέξεις
Μανιώδης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: непоправим, заклет, упорита, закоравял, закостенели