Μανιώδης στα δανικά

Μετάφραση: μανιώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uforbederlig, inkarneret, indgroede, vanskeligt helbredelig, inkarnerede
Μανιώδης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιώδης

μανιώδης συνώνυμα, μανιώδης καπνιστής, μανιώδης κατάθλιψη, μανιώδης λεξικό γλώσσας δανικά, μανιώδης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μανιτάρι στα δανικά - svamp, champignon, champagneproplukke, svampe, mushroom
  • μανιφέστο στα δανικά - manifest, Manifest, manifestet, Manifesto
  • μαντάρω στα δανικά - darn, pokkers, fordømt, en fordømt
  • μαντήλι στα δανικά - lommetørklæde, tørklæde, lommetørklædet, tørklædet
Τυχαίες λέξεις
Μανιώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uforbederlig, inkarneret, indgroede, vanskeligt helbredelig, inkarnerede