Μανιώδης στα ρουμανικά
Μετάφραση: μανιώδης, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înrăit, inveterat, inveterate, învechit, adânc înrădăcinat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιώδης
μανιώδης συνώνυμα, μανιώδης καπνιστής, μανιώδης κατάθλιψη, μανιώδης λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μανιώδης στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μανιτάρι στα ρουμανικά - ciupercă, ciuperci, de ciuperci, ciuperca, ciupercilor
- μανιφέστο στα ρουμανικά - manifest, Manifestul, Manifesto, Manifestului
- μαντάρω στα ρουμανικά - afurisit, de darn, blestemat, țesătură, cârpi
- μαντήλι στα ρουμανικά - batistă, fular, batista, batistă de, batiste, o batistă
Τυχαίες λέξεις
Μανιώδης στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: înrăit, inveterat, inveterate, învechit, adânc înrădăcinat
Μεταφράσεις: înrăit, inveterat, inveterate, învechit, adânc înrădăcinat