Μανιώδης στα λιθουανικά

Μετάφραση: μανιώδης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsisenėjęs, užkietėjęs, nepataisomas, Uporczywy, Nałogowy
Μανιώδης στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιώδης

μανιώδης συνώνυμα, μανιώδης καπνιστής, μανιώδης κατάθλιψη, μανιώδης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μανιώδης στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μανιτάρι στα λιθουανικά - grybas, grybų, grybai, Mushroom, grybo
  • μανιφέστο στα λιθουανικά - manifestas, Manifesto, manifestą, manifeste
  • μαντάρω στα λιθουανικά - adyti, darn, Lāpīt, adymas, Zacerować
  • μαντήλι στα λιθουανικά - nosinė, nosine, handkerchief, skepetaitė, nosinaitė
Τυχαίες λέξεις
Μανιώδης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įsisenėjęs, užkietėjęs, nepataisomas, Uporczywy, Nałogowy