Μανιώδης στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: μανιώδης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
упорит
Μανιώδης στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανιώδης

μανιώδης συνώνυμα, μανιώδης καπνιστής, μανιώδης κατάθλιψη, μανιώδης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μανιώδης στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • μανιτάρι στα σλαβομακεδονικά - печурката, печурки, печурка, на печурки, габа
  • μανιφέστο στα σλαβομακεδονικά - манифест, Манифестот, манифест за, Манифестот за, дроб
  • μαντάρω στα σλαβομακεδονικά - ебам, darn
  • μαντήλι στα σλαβομακεδονικά - шамиче, марамче, марамчето, шамивче, шамичето
Τυχαίες λέξεις
Μανιώδης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: упорит