Μονή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абатство, Abbey, Аби, Манастир, абатството
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονή
μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μονή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μομφή στα βουλγαρικά - порицание, укор, позор, упрек, присмех, укоряване
- μονάδα στα βουλγαρικά - единица, блок, звено, възел, единична
- μοναδικός στα βουλγαρικά - уникален, уникална, уникално, уникалната, уникални
- μοναξιά στα βουλγαρικά - самота, самотата, самотност
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: абатство, Abbey, Аби, Манастир, абатството
Μεταφράσεις: абатство, Abbey, Аби, Манастир, абатството