Μονή στα τσεχικά
Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opatství, Abbey, klášter, klášterní
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονή
μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας τσεχικά, μονή στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- μομφή στα τσεχικά - kritika, výčitka, vyčítat, pohanění, útržku, potupu
- μονάδα στα τσεχικά - jednotka, složka, díl, celek, zařízení, přístroj, jednotku, ...
- μοναδικός στα τσεχικά - mimořádný, jednotlivý, jednoduchý, výstřední, podivný, zvláštní, jedinečný, ...
- μοναξιά στα τσεχικά - osamocenost, osamění, osamělost, odloučení, samota, izolovanost, osamělosti, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: opatství, Abbey, klášter, klášterní
Μεταφράσεις: opatství, Abbey, klášter, klášterní