Μονή στα ουγγρικά

Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
apátság, apácazárda, kolostor, apátsági, apátságot, abbey, apátságban
Μονή στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονή

μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μονή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μομφή στα ουγγρικά - szemrehányás, szemrehányást, gyalázatot, gyalázatomat, gyalázat
  • μονάδα στα ουγγρικά - gépegység, mértékegység, egységnyi, egység, készülék, egységet, készüléket, ...
  • μοναδικός στα ουγγρικά - egyes, egyedülálló, egyedi, különleges, az egyedülálló, sajátos
  • μοναξιά στα ουγγρικά - magányosság, elhagyatottság, magány, a magány, magányt, magánnyal
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: apátság, apácazárda, kolostor, apátsági, apátságot, abbey, apátságban