Μονή στα τούρκικα
Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
manastır, abbey, Sinagog, The Abbey, Manastırı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονή
μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας τούρκικα, μονή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μομφή στα τούρκικα - sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak
- μονάδα στα τούρκικα - birlik, birim, birimi, ünitesi, ünite, cihaz
- μοναδικός στα τούρκικα - acayip, tek, benzersiz, eşsiz, benzersiz bir, eşsiz bir, özgün
- μοναξιά στα τούρκικα - yalnızlık, yalnızlığı, yalnızlığın
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: manastır, abbey, Sinagog, The Abbey, Manastırı
Μεταφράσεις: manastır, abbey, Sinagog, The Abbey, Manastırı