Μονή στα ουκρανικά
Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
абатство, монастир, аббатство, абатства
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονή
μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μονή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μομφή στα ουκρανικά - осуд, огуда, докір, закид
- μονάδα στα ουκρανικά - секція, корабель, одиниця, з'єднування, клунок, блок, блоку
- μοναδικός στα ουκρανικά - особливий, неповторний, своєрідний, кумедний, єдиний, унікальний, дивний, ...
- μοναξιά στα ουκρανικά - самітний, усамітнений, самотність, усамітнення, самотньо, самоту, самота, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: абатство, монастир, аббатство, абатства
Μεταφράσεις: абатство, монастир, аббатство, абатства