Μονή στα λιθουανικά
Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienuolynas, abatija, Abbey, vienuolyno, opactwo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονή
μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μονή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μομφή στα λιθουανικά - priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis
- μονάδα στα λιθουανικά - vienetas, vieneto, blokas, padalinys, skyrius
- μοναδικός στα λιθουανικά - unikalus, unikali, unikalų, unikalūs, unikalią
- μοναξιά στα λιθουανικά - vienišumas, Vienatvė, vienatvę, vienatvės, vienatve
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vienuolynas, abatija, Abbey, vienuolyno, opactwo
Μεταφράσεις: vienuolynas, abatija, Abbey, vienuolyno, opactwo