Μονή στα σουηδικά

Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kloster, klostret, abbey, abbeyen
Μονή στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονή

μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας σουηδικά, μονή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • μομφή στα σουηδικά - förebråelse, förebrå, smälek, förebråelser, förebrår
  • μονάδα στα σουηδικά - enhet, enheten, enhets
  • μοναδικός στα σουηδικά - besynnerlig, sällsam, bisarr, egendomlig, unik, enastående, egen, ...
  • μοναξιά στα σουηδικά - ensamhet, ensamheten
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kloster, klostret, abbey, abbeyen