Μονή στα ολλανδικά
Μετάφραση: μονή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονή
μονή πεντέλης, μονή βλατάδων, μονή αρκαδίου, μονή πετράκη, μονή καισαριανής, μονή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μονή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μομφή στα ολλανδικά - verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
- μονάδα στα ολλανδικά - unit, eenheid, apparaat, toestel
- μοναδικός στα ολλανδικά - wonderlijk, enig, vreemdsoortig, uniek, raar, gek, eigenaardig, ...
- μοναξιά στα ολλανδικά - eenzaamheid, eenzaam, de eenzaamheid, eenzaamheid te
Τυχαίες λέξεις
Μονή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van
Μεταφράσεις: abdij, Abbey, abdij van, de abdij, De Abdij van