Μουδιασμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вцепенен, вцепенена, безчувствена, изтръпнали, безчувствен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μουδιασμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μουγκρίζω στα βουλγαρικά - стон, ръмжене, изръмжаване, ръмжене се, ръмжа
- μουγκρητό στα βουλγαρικά - стон, мучене, муча, Moo, Муу, Му
- μουντός στα βουλγαρικά - тъп, скучен, скучна, тъпа, матово
- μουρμουρίζω στα βουλγαρικά - дърдорене, кикотя се, бълбукам, бъбря, дрънкам глупости
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вцепенен, вцепенена, безчувствена, изтръпнали, безчувствен
Μεταφράσεις: вцепенен, вцепенена, безчувствена, изтръпнали, безчувствен