Μουδιασμένος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вцепенен, вкочанети, Неми, занемен, вкочанетост
Μουδιασμένος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος

μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μουδιασμένος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • μουγκρίζω στα σλαβομακεδονικά - режењето, ржење, татнежот
  • μουγκρητό στα σλαβομακεδονικά - Му, Moo, Мо, муча, Ру Му
  • μουντός στα σλαβομακεδονικά - досадна, здодевен, тапа, тупи, тап
  • μουρμουρίζω στα σλαβομακεδονικά - burble
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вцепенен, вкочанети, Неми, занемен, вкочанетост