Μουδιασμένος στα σουηδικά
Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
numb, stel, domnade, förlamad, bedöva
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, μουδιασμένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μουγκρίζω στα σουηδικά - morra, stöna, vråla, morr, morrande, growl, morrar
- μουγκρητό στα σουηδικά - stöna, moo, mu, råma
- μουντός στα σουηδικά - långtråkig, ledsam, matt, tråkig, tråkigt, trist, tråkiga
- μουρμουρίζω στα σουηδικά - muttra, mumla, burble
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: numb, stel, domnade, förlamad, bedöva
Μεταφράσεις: numb, stel, domnade, förlamad, bedöva